Dictionary of Greek. 2013.
κορμάλι — το [κορμός] κορμός δένδρου που έχει κοπεί από τη ρίζα του και από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί τα φύλλα και τα κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *κορμάρι, με ανομοίωση (πρβλ. κορμαλάς)] … Dictionary of Greek
κορμαράς — ο βλ. κορμαλάς … Dictionary of Greek